Με τον Π. γνωριστήκαμε μέσω chat room, διαδικτυακά, όταν ήμουν 24 χρονών. Είχα τελειώσει τις σπουδές μου στη Θεσσαλονίκη και δεν σκεφτόμουν να επιστρέψω Αθήνα. Μου άρεσε ο τόπος και ήθελα να μείνω και να δουλέψω.
Τότε ήμουν άνεργη και έμενα σε ένα δυάρι μόνη μου. Από την αρχή της σχέσης μας, ξεκίνησε να παίρνει πρωτοβουλίες, όπως να αγοράζει πράγματα από το σούπερ μάρκετ ή να πληρώνει λογαριασμούς στο σπίτι, κάτι που δεν ήθελα και του το είχα πει.
Όταν του το επεσήμανα νευρίαζε και δεν άκουγε κανένα.
Οι δικοί μου δεν βοηθούσαν οικονομικά, και η μητέρα μου παλιότερα, όποτε της δινόταν η ευκαιρία μου έκανε ψυχολογικούς εκβιασμούς για να με αναγκάσει να κατέβω Αθήνα, γεγονός που με απέτρεπε από το να ζητήσω οικονομικό βοήθημα.
Ένα απόγεμα ήρθε σπίτι με μια βαλίτσα στο χέρι. Σοκαρίστηκα!
Δεν ήθελα συγκατοίκηση και του το είπα. Εκείνος νευρίασε και παρεξηγήθηκε. Ευτυχώς δεν έμεινε για το βράδυ.
Καθώς περνούσε ο καιρός, το κινητό του δεχόταν μηνύματα πολύ βραδινές ώρες και ενώ κοιμόταν τη νύχτα, κρυφά κοίταγα το κινητό και έβρισκα προκλητικά μηνύματα από γυναίκες, με ερωτικά υπονοούμενα και προσκλήσεις.
Όταν το έπαιρνε χαμπάρι γινόταν σαματάς στο σπίτι. Με έβγαζε τρελή και ζηλιάρα! Ήμουν αλλά τα μηνύματα συνεχίζονταν μέσα στη νύχτα για μεγάλο διάστημα.
Οι ιστορίες με τις πρώην, ήταν σύνηθες όταν βρισκόμασταν με τους φίλους του. Δεν τους ένοιαζε που μας έφερναν σε δύσκολη θέση. Γελούσαν με τα κατορθώματά τους.
Μια μέρα μου τηλεφώνησε η κολλητή μου στην Αθήνα και μου είπε κάτι που με τρόμαξε, σόκαρε, αηδίασε! Ο Π. της είχε στείλε μήνυμα με βιντεοσκοπημένη μια στιγμή από την ερωτική μας επαφή.
Δεν είχα πού να κρυφτώ! Ποιος ξέρει πού αλλού θα το είχε στείλει;
Συγκρουστήκαμε για τα καλά και εκείνος γέλαγε. Δεν την πήγαινε την κολλητή μου γιατί εκείνη είχε καταλάβει τι κουμάσι ήταν και προσπαθούσε να σπείρει διχόνοια ανάμεσά μας… Τον συγχώρεσα.
Στα καλά του ήταν καλός και συνεπής, η ερωτική μας χημεία το ύπουλο στοιχείο της σχέσης μας. Όταν ήταν κακός όμως γινόταν επικίνδυνος. Σε κάθε μας διαφωνία δεν μπορούσε να διαχειριστεί τον θυμό του.
Φοβόμουν και ήθελα να φεύγω από το δωμάτιο μέχρι να ηρεμήσει.
Δεν με άφηνε. Με έπιανε με τα χέρια του και εγώ πάλευα αλλά δεν τον νικούσα. Τον χαστούκιζα και στο τέλος τον άφηνα να με εγκλωβίζει με τα χέρια του γιατί κουραζόμουν από την πάλη.
Μια φορά με είχε πετάξει στον τοίχο, μπροστά στην κολλητή μου, και άλλη μια φορά μπροστά στη μάνα του. Οι λεκτικές του επιθέσεις μπροστά σε κόσμο και οι απειλές αν δεν γίνει το δικό του, συχνές. Το ήξεραν οι γονείς του ότι είχε πρόβλημα με το θυμό του.
Ήταν υιοθετημένος και είχε φόβο εγκατάλειψης. Κι εγώ ψυχοπονιάρα, που πίστευε ότι η αγάπη μου θα τον αλλάξει… (εδώ μουντζώνουμε).
Άλλη μια φορά ήμασταν στο αυτοκίνητο και «πνιγόμουν» από τις λεκτικές του επιθέσεις.
Είχε ξεκινήσει από φανάρι και εγώ άνοιξα την πόρτα και κουτρουβαλιάστηκα στην άσφαλτο για να φύγω μακριά του. Ούτε εγώ δεν καταλάβαινα τι έκανα! Ξαναγυρνούσα πάντα στο σπίτι. Κι εκείνος πάντα μετανιωμένος, και μετά αγκαλιά και μετά λήθη.
Το χειρότερο ήρθε όταν ένα βράδυ μία συνάδελφός του είχε τον γονιό της στο νοσοκομείο. Ο Π. ήθελε να πάει για συμπαράσταση. Μου βγήκε η ζήλια και του το απαγόρευσα. Αρνήθηκε χωρίς συζήτηση και πήγε. Έβραζα.
Από το δικό μου το θυμό χτυπάω το χέρι μου στο γυάλινο τραπεζάκι του σαλονιού και το κάνω θρύψαλα! Έτρεμα από αυτό που έκανα. Φόβος, ντροπή με κατέκλυσαν. Κι εκεί έκανα το αδιανόητο. Δεν σκεφτόμουν.
Σαν να είχε μπει κάποιος άλλος στο πύργο ελέγχου του μυαλού μου. Σηκώνομαι, πάω στην κουζίνα και παίρνω ένα μαχαίρι. Κάθομαι στον καναπέ και αρχίζω να χαρακώνω (ευτυχώς επιδερμικά) το χέρι μου.
Τιμωρούσα τον εαυτό μου για τη ζημιά που έκανα! Για τον έλεγχο που έχασα! Δεν άντεχα τον πόνο της ντροπής άλλο… Είχα γίνει ο πατέρας μου και η μητέρα μου, όπως με τιμωρούσαν κάθε φορά.
Ο Π. ήρθε μετά. Με κατσάδιασε, με ντρόπιασε κι άλλο, κι εγώ κοίταγα το μπαλκόνι κι έλεγα κρίμα που είμαι στον 1ο όροφο… Πήρε τους γονείς του. Tρελλάθηκε! Ήρθαν και με κατσάδιασαν κι αυτοί…
Η ντροπή με είχε φτάσει στον Άδη. Τους είπα θα πάω ψυχολόγο. Πήγα, και στις τρεις συνεδρίες με έδιωξε γιατί το θέμα ήταν απλά χαμηλή αυτοπεποίθηση. Βέβαια δεν του είχα εξιστορήσει το τελευταίο γεγονός.
Μετά από μέρες μου τηλεφώνησε η μάνα μου. Ο ψυχολόγος, της είχε αναφέρει ένα γεγονός (πάει περίπατο το απόρρητο) και πήρε να με κατσαδιάσει που την εξέθεσα!! Η Αλήθεια μου εξέθεσε την εικόνα της καλής μάνας!
Πόσο πιο ταπεινωμένη και ντροπιασμένη ένιωσα… Αβοήθητη, συνέχισα να επιβιώνω και να ψάχνω για ελπίδα.
Μετά από διάστημα, ήθελε να μετακομίσουμε για να είμαστε πιο κοντά στη δουλειά του. Εγώ όμως είχα σπαστό ωράριο. Με το αυτοκίνητο στους δρόμους έχανα κάθε στιγμή ξεκούρασης στο ενδιάμεσο, ενώ τώρα πήγαινα με τα πόδια στη δουλειά.
Τσακωθήκαμε, και κέρδισε για άλλη μια φορά… Την τρίτη χρονιά αποφασίζουμε να παντρευτούμε. Μεγάλη επιτυχία!! Χρήματα από δω, dj, φαγητό, ξενοδοχείο, event σε όμιλο, όλα με τσακωμούς και γρατζουνιές σε σώμα και ψυχή.
Κι εγώ να είμαι ακόμα στον αυτόματο! Κάποια στιγμή γυρίζω από την δουλειά και τον βλέπω με μια βούρτσα να βάφει τους τοίχους, που είχαμε πει να φέρουμε συνεργείο να τους κάνει. Όλα μες στην μπογιά, χωρίς προστατευτικές ταινίες.
Τον ρωτώ ποιος θα τα καθαρίσει; Κι εκείνος απαντά: «Εσύ βέβαια!». Αυτό ήταν! Ή τώρα ή ποτέ. Δεν του λέω τίποτα. Παίρνω τα κλειδιά μου κι αθόρυβα βγαίνω από το σπίτι.
Μπαίνω στο αμάξι και χωρίς να κοιτώ πίσω μου (πολύ σημαντικό), βάζω μπρος για το σπίτι μιας συναδέλφου και φίλης που δεν ήξερε ο Π. που βρίσκεται. Απέδρασα. Τέλος.
Έγινα άλλος άνθρωπος σε λίγα δευτερόλεπτα. Αδιαπραγμάτευτο. Καμία επαφή από μέρους μου! Εκείνος και οι γονείς τους προσπάθησαν αλλά έπεφταν σε τοίχο!!
Τρεις μήνες πριν το γάμο όλα ακυρώθηκαν. 3 χρόνια μαθήματα ζωής! Ήξερα τι άξιζα πια… Η πρόβα νυφικού ήταν τελικά, πρόβα καινούριας ελεύθερης ζωής…