Θα ξεκινήσω, λέγοντας ότι δεν θεωρώ αυτό που συνέβη κάτι το πρωτόγνωρο, μιας και ιστορικά, έχουν ξανασυμβεί πανδημίες και η ανθρωπότητα έχει υποστεί πολύ σοβαρότερες πληγές που επέφεραν τεράστιες κοσμοϊστορικές αλλαγές. Αυτή ήταν, είναι και θα είναι,η πορεία του κόσμου και η εξέλιξη της ανθρωπότητας. Ευτυχώς στην εποχή που ζούμε, έχουμε τα εφόδια και τη δύναμη να επηρεάσουμε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη αυτής της κατάστασης, σε σχέση με παλαιότερες εποχές όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν ανυπεράσπιστοι μπροστά σε αντίστοιχα δεινά. Ας μην μεμψιμοιρούμε και ας δώσουμε σε αυτή τη πανδημία, τη βαρύτητα που της αναλογεί.
Κατανοώντας τη βαρύτητα αυτή, δεν μπορώ να μιλήσω αποκλειστικά και μόνο για τη δική μου επιχείρηση, γιατί σε σχέση με την κλίμακα των συνεπειών παγκοσμίως, δεν είναι παρά ένας κόκκος άμμου. Μπορώ να μιλήσω όμως, για τη θέση και την πορεία κάθε τέτοιου κόκκου μέσα στο μεγάλο καζάνι της μόδας, ελπίζοντας αυτή η πληροφορία να επηρεάσει τις αποφάσεις που θα πάρουμε από εδώ κι εμπρός αν θέλουμε να επιβιώσουμε σε ένα νέο πλαίσιο και όχι να επιστρέψουμε στην «κανονικότητά» μας όπως ακούω συνέχεια να λέγεται.
Θεωρώ πώς αυτό που αντιμετωπίζουμε λόγω της πανδημίας ήταν αναμενόμενο να συμβεί σε μια βιομηχανία, όπως αυτή της μόδας (και όχι μόνο), που το μέτρο έχει χαθεί παντελώς και προσπαθούμε να «χωρέσουμε» όλοι σε ένα υπερκορεσμένο και κουρασμένο πλαίσιο, όπου αναμασάει τις ίδιες πληροφορίες και εικόνες, με ελάχιστες εξαιρέσεις νέων ταλέντων με φρέσκες προτάσεις που καταφέρνουν να σπάσουν το φράγμα των μεγάλων εταιρειών.
Για να συντηρήσουν τον όγκο τους, όλες αυτές οι εταιρείες υπερπροσφέρουν εμπόρευμα συμπαρασύροντας όποιον θέλει να βρίσκεται σε αυτό το παγκόσμιο παιχνίδι. Έχουν καταστρατηγηθεί οι εποχές, τα μικρότερα εμπορικά καταστήματα δεν προλαβαίνουν να δώσουν το εμπόρευμα της εκάστοτε σεζόν, πετιούνται τεράστιες ποσότητες ενδυμάτων και με αυτόν τον τρόπο, εκπαιδεύεται ένα κοινό στο να υπερκαταναλώνει ανεξέλεγκτα, προσπαθώντας να μοιάσει στα ψεύτικα πρότυπα των social media, μιμούμενοι ο ένας τον τρόπο ζωής του άλλου, χωρίς καμία διαφορετικότητα, προσωπικό χαρακτήρα ή ποιότητα στις επιλογές του.
Έχω επιλέξει μέσω του brand μου να δίνω βάρος περισσότερο στη δημιουργία, την αισθητική, την ποιότητα και την αυθεντικότητα. Αυτές οι αρχές από μόνες τους, σε οδηγούν σε ένα πιο περιορισμένο κοινό. Το να παράγεις κάτι αυθεντικό, για το σχεδιασμό του οποίου δαπανάς ώρες και να επενδύεις άλλο τόσο χρόνο ώστε κάθε λεπτομέρειά του να είναι ποιοτικά άρτια, χρησιμοποιώντας μόνο ντόπια υλικά και τεχνίτες, αυτομάτως οδηγεί σε ένα υψηλό κόστος παραγωγής και σε αντίστοιχο κόστος του τελικού προϊόντος που δεν γίνεται κατανοητό ή δεν είναι ανεκτό από ένα κοινό που έχει μάθει να επενδύει στο εφήμερο, στην απομίμηση και στην φτηνή εντύπωση. Για να διευρύνεις το κοινό σου, κατευθύνεσαι εκτός των ορίων της χώρας σου και επενδύεις σε εκθέσεις, πρακτορεία και μεσάζοντες στο εξωτερικό, κάτι που προσθέτει κι άλλα έξοδα που προσπαθείς να απορροφήσεις εσύ, ώστε να μην επιβαρύνουν κι άλλο την τιμή του προϊόντος σου. Όσο ανεβαίνει η αναγνωρισιμότητα του brand σου και η παρουσία σου σε σημεία πώλησης στο εξωτερικό, αυξάνονται και οι ανά τον κόσμο αντιγραφείς σου, που σε ανταγωνίζονται με πολύ χαμηλότερες τιμές, από τη στιγμή που δεν έχουν δαπανήσει εργατοώρες στο σχεδιασμό, την έρευνα και την ποιότητα. Και αντί η πίεση να χαλαρώνει με την επιτυχία, εσύ πιέζεσαι ακόμα περισσότερο να είσαι πάντα ένα βήμα μπροστά και να έχεις ακόμα πιο έντονη παρουσία στις εκθέσεις, στα media, στα καταστήματα, ώστε να καθιερωθεί στις συνειδήσεις του κοινού η αξία αυτού που έχεις δημιουργήσει. Και ο αγώνας δρόμου συνεχίζεται.
Προσωπικά, για να αντεπεξέλθω σε όλο αυτό, συνεχίζω και εξασκώ και τις δραστηριότητες που είχα πριν δημιουργήσω το brand και που είναι και το αντικείμενο των σπουδών μου, το interior και graphic design, που με ευχαριστούν εξίσου. Ο όγκος εργατοωρών, όπως μπορεί να γίνει κατανοητό, είναι τεράστιος.
Αναρωτιέμαι, ποιά «κανονικότητα» υπάρχει σε όλο αυτό;
Γι αυτό και όταν ξέσπασε η πανδημία και οι συνέπειες της, δεν μπορώ να κρύψω το αίσθημα ανακούφισης που ένοιωσα. Ξαφνικά, οι απαιτήσεις όλων χαλάρωσαν, γιατί υπήρχε ως προτεραιότητα η υγεία και γιατί λόγω των απαγορεύσεων, δεν ήταν εφικτός ο γρήγορος ρυθμός ανταπόκρισης. Και σκέφτομαι, γιατί δεν το κάναμε από μόνοι μας, αφού το γνωρίζαμε. Όλοι μέσα μας βαθειά, είχαμε αίσθηση της πίεσης. Που ασκούμε και που μας ασκείται, από παντού. Ομολογώ, πώς στη επαγγελματική μου πορεία έχω κάνει τεράστιες προσπάθειες να θέσω όρια, να θωρακίσω τη δουλειά μου και τα εργασιακά μου δικαιώματα, να εκπαιδεύσω τους πελάτες μου, να επιβάλλω τους χρόνους μου και το είχα καταφέρει σε μεγάλο βαθμό, μετά από μεγάλο αγώνα, ρήξεις με πελάτες και συνεργάτες και πολύ πολύ δουλειά. Αλλά αυτό που κατάλαβα με την αλλαγή που επέφερε η πανδημία στις ζωές μας, είναι ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη να γίνει από όλους μας αυτό. Από κάθε κόκκο της άμμου που απαρτίζει αυτό που λέμε ανθρωπότητα. Μόνο τότε θα επέλθει ριζική αλλαγή. Όταν υπακούσουμε όλοι στη φωνή μέσα μας που λέει ότι κάτι δεν πάει καλά. Όταν αντιμετωπίσουμε όσους και ό,τι μας ταλαιπωρεί απευθείας και άμεσα. Όταν σταματήσουμε να ερχόμαστε αντιμέτωποι με υπαίτιους που δεν έχουν πρόσωπο, είτε αυτοί λέγονται κυβερνήσεις, είτε ιδεολογίες, είτε φίλοι του Facebook και να αντιμετωπίσουμε τους καθημερινούς μας δυνάστες, με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή πρόσωπο με πρόσωπο και μπορεί να λέγονται οικογένεια, φίλοι, γονείς, εργοδότες ή ο ίδιος μας ο εαυτός.
Νοιώθω ότι αφού δεν μπορέσαμε να το κάνουμε εμείς, το κάνει η φύση για εμάς. Γιατί η φύση πάντα προσαρμοζόταν στις αλλαγές. Το ανθρώπινο μυαλό έχει τη μεγαλύτερη δυσκολία να αλλάξει και προσαρμοστεί.