Την ημέρα των γενεθλίων μου αρχές Απριλίου, βγήκα για λίγο έξω από το διαμέρισμα να πάρω αέρα.
Η Λεωφόρος Συγγρού ήταν άδεια. Δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο να την διασχίζει.
Η σιωπή ήταν εκκωφαντική και θύμιζε θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. Τρόμαξα.
Θυμήθηκα ξαφνικά πόσα καλοκαίρια από τη ζωή μου νευρίαζα όταν άκουγα θόρυβο από ρακέτες στη θάλασσα.
Αναρωτήθηκα αν θα ήμουν ζωντανή το καλοκαίρι αυτό. Ξαφνικά κατάλαβα πως ο θόρυβος σηματοδοτεί την ίδια τη ζωή.
Μου έδωσα την υπόσχεση πως αν περάσει ο εφιάλτης, θα εκτιμώ τη κάθε στιγμή ακόμα περισσότερο.
Σήμερα το τακ-τακ από τις ρακέτες που έπαιζαν οι παρέες δεν με ενόχλησε. Ζούσαν και εκείνοι τη δική τους στιγμή.
Ο κόσμος πολύς, ακόμα και με την τήρηση των μέτρων. Πολύς.
Πρώτη φορά που δεν αναζήτησα την εκκωφαντική ησυχία. Πρώτη φορά που αναζήτησα τους ανθρώπους κοντά μου. (Όχι δίπλα μου).
Σώματα που κολυμπούσαν όλα μαζί σαν να ήθελαν να ξορκίσουν όσα πέρασαν.
Την Τρίτη έφυγε από τη ζωή φίλη 36 ετών με 3 παιδιά, και έναν υπέροχο άντρα που τη λάτρευε. Η ασθένεια την ταλαιπώρησε 2 χρόνια. Τι να πεις στα παιδιά σου όταν ξέρεις πως *σβήνεις;
Κανείς δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο με τη ζωή. Το οφείλουμε στον εαυτό μας και στους άλλους να είμαστε καλά.
Να χαιρόμαστε.
Να κάνουμε ωραία σχέδια με ανθρώπους που εκτιμούμε και αγαπάμε.
Όσο μεγαλώνουμε, η κλεψύδρα του χρόνου γυρίζει ανάποδα.
Όσο μεγαλώνουμε θα πρέπει να είμαστε πιο χαλαροί. Να δίνουμε το δικαίωμα και στους γύρω μας, να χαίρονται και αυτοί τις στιγμές τους.
(Με ρακέτες ή χωρίς.)