Στην πολιτική, ο όρος δικτατορία συνδέεται άμεσα με στρατιωτικό καθεστώς, είτε μιλάμε για την Ισπανία του Φράνκο, είτε για το σύγχρονο αιμοσταγές καθεστώς της Β.Κορέας και είναι συνυφασμένος με σκοτεινές περιόδους στην παγκόσμια ιστορία.
Τα τελευταία χρόνια, ο όρος χρησιμοποιείται και για τον χώρο της μόδας και τίτλοι άρθρων περί “δικτατορία της μόδας” είναι κάτι που βλέπουμε συχνά. Eαν όμως η μόδα είναι συνυφασμένη με την ομορφιά και τη χαρά, τότε πώς γίνεται να μιλάμε γι’αυτήν με έναν τόσο αρνητικό όρο;
Ετυμολογικά εαν το δούμε, η λέξη μόδα προέρχεται απο το λατινικό modus που σημαίνει τρόπος, όταν όμως αναφερόμαστε σε αυτή, δεν μιλάμε μόνο για τον τρόπο που ντυνόμαστε, προσδιορίζουμε μια συνήθεια κοινωνική που αφορά διάφορες εκφάνσεις της ζωής μας, απο την αρχιτεκτονική μέχρι τον καφέ, όλα έχουν τη δική τους μόδα.
Ιστορικά, ο όρος είναι σχετικά καινούργιος, γιατί προφανώς οι άνθρωποι των σπηλαίων όταν επέλεγαν να ντυθούν με δέρματα ήταν η ανάγκη που τους οδηγούσε και όχι κάποια αισθητική νόρμα.
Με την πάροδο των χρόνων, το ντύσιμο άρχισε να παίρνει ηθικές διαστάσεις, να αντικατοπτρίζει εμάς απέναντι στην κοινωνία, έτσι το ρούχο ξέφυγε απο τον αρχικό του σκοπό και απο το “ντυνόμαστε για να μην κρύωνουμε”, φτάσαμε στο “ντυνόμαστε για να φαινόμαστε”.
Στον βωμό της εμφάνισης θυσιάστηκαν αστράγαλοι, πόδια, λαιμοί και για να μην μακρυγορούμε διάφορα χρηστικά μέλη του ανθρώπινου σώματος, γιατί μόνο θυσία μπορούν να χαρακτηριστούν τα χιλιοδεμένα πόδια κοριτσιών στην Κίνα για να παραμείνει το μέγεθός τους μικρό, τα πολλαπλά βαριά κολιέ στους λαιμούς γυναικών της Αφρικής για να γίνουν μακρύτεροι και τα διαστρέματα απο τα παπούτσια-κόθορνους που αποτελούσαν καθημερινότητα για πολλές γυναίκες στη σύγχρονη Ευρώπη.
Ρητά του τύπου “για τη μόδα πρέπει να υποφέρεις”, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και κάπου εκεί η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει και να καταδυναστεύει, κυρίως, τις γυναίκες σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ποιά ήταν αυτή που αντιστάθηκε στη μόδα του αυστηρού σινιόν και ας υπέφερε απο τρομερούς πονοκεφάλους μετά, ποιά δεν έδωσε σχεδόν όλες τις οικονομίες της για ένα ζευγάρι δωδεκάποντες γόβες με κόκκινη σόλα και κυρίως, ποιά δεν κοιμήθηκε πεινασμένη για να μην ανέβει ο δείκτης της ζυγαριάς;
Είναι πιθανό, κάτι απο τα παραπάνω να μπορεί να αμφισβητηθεί, εκείνο όμως που αποτελεί πικρή αλήθεια, είναι η μάχη της ζυγαριάς, γιατί απο τη στιγμή που η κούκλα Barbie μπήκε στη ζωή μας, η σοκολάτα βγήκε απο το παράθυρο και η μάχη ξεκίνησε.
Μια μάχη ατέρμονη, με την καθημερινή γυναίκα να κυνηγάει το πρότυπο της ιδανικής γυναίκας που κάθε χρόνο συρρικνώνεται και τον άνδρα να κυνηγάει το ιδανικό του ιδανικού.
Μέσα στο διαρκές παιχνίδι των δύο φύλων τα δεδομένα άρχισαν να αλλάζουν, γιατί πλέον δεν έχουμε μόνο το κηνύγι αρσενικού-θηκυκού, έχουμε έναν αγώνα για κύρος,σεξ και εξουσία.
Γιατί όσο πιο αδύνατη είναι η γυναίκα και φοράει μικρότερο νούμερο, τόσο το κύρος του αρσενικού που τη συνοδεύει αυξάνεται, όσο πιο ξανθά είναι τα μαλλιά τόσο πιο ποθητή είναι στα μάτια του και φυσικά όσο περισσότερο μοιάζει στην Barbie τόσο τα βλέμματα θαυμασμού πέφτουν επάνω του και αυτό του δίνει μια αίσθηση εξουσίας.
Πρέπει δυστυχώς να το παραδεχτούμε, όσα άρθρα και να γραφτούν για το γεγονός οτι πρέπει να ντυνόμαστε για τον εαυτό μας, η γυναίκα πάντα θα ντύνεται για να τραβήξει το βλέμμα κάποιου.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο διακαής πόθος ενός θηλυκού είναι να χωρέσει σε ένα νούμερο μικρότερο, πασχίζει να ακούσει «μα πόσο αδύνατη είσαι» απο το στόμα της πωλήτριας σε ένα μαγαζί και ας της απευθύνεται η δεύτερη στον ενικό .
Η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο σκληρή για τη μάχη του small και του extra small, γιατί αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο “γεματούλα” και στο “αδύνατη”, κάτι που φαίνεται να αποτελεί μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία και απο το ΑΕΠ μιας χώρας.
Πόσο όμως μπορεί κάποιος να κυνηγάει τον εαυτό του; πόσο μπορεί να αντέξει αυτή τη σκληρότητα και την τιμωρία;
Προφανώς πολύ, διαφορετικά η βιομηχανία της μόδας θα είχε αλλάξει προσέγγιση, όσο όμως οι γυναίκες ακολουθούν τις επιτάγες της, τόσο αυτή θα συνεχίζει το παιχνίδι που τόσο καλά ξέρει να παίζει.
Γιατί τελικά, εαν δεν είμαστε αποφασισμένοι να αφήσουμε το δικό μας δαχτυλικό αποτύπωμα στο καρμπόν της καθημερινότητας, θα ακολουθούμε πάντα τις επιταγές κάποιου άλλου και ας είναι αυτό δικτατορία.
Μόνο όταν καταλάβουμε οτι δεν υπάρχει Haute Couture τρόπος για να μείνεις αξέχαστος θα καταφέρουμε τελικά να το επιτύχουμε, μέχρι τότε, θα κυνηγάμε το μικρότερο μέγεθος ρούχου πάνω στο ψηλότερο τακούνι και αυτό θα το ονομάζουμε ελευθερία.