Αγαπημένε Αύγουστε.
Θα μου επιτρέψεις σε παρακαλώ καταρχάς τον ενικό καθώς είμαι σίγουρη ότι τόσο για μένα όσο και για όλους τους αναγνώστες μας, είσαι σαν δικός μας άνθρωπος. Για όλους εμάς που σε παρακολουθούμε και μέσα από τα βιβλία σου αλλά και από την παρουσία σου στο διαδίκτυο, ως κομμάτι της καθημερινότητάς μας , τολμώ να πω, πλέον, αναγκαίο. Βλέπουμε λοιπόν ότι τόσο στο «Βιβλίο της Κατερίνας» όσο και στο καινούριο σου βιβλίο «Επειδή είναι η καρδιά μου» πραγματεύεσαι το δυνατό θέμα της απώλειας. Ειδικότερα στο τελευταίο διαφαίνεται η προσπάθεια του ανθρώπου να ξεπεράσει τον ψυχικό πόνο με τον σωματικό. Πόσο θα λεγες ότι είναι αναγκαίο ή εφικτό αυτό; Ποια είναι η παρουσία του σώματος στον πόνο της ψυχής;
Καθώς δεν έχω ανιμιστικές αυταπάτες, θεωρώ την ψυχή κομμάτι του σώματος – γι’ αυτό και συχνά τα δύο αρρωσταίνουν μαζί, όπως συμβαίνει στο πένθος, για παράδειγμα, ή και στην πιο κοινή κατάθλιψη.
Οι περιγραφές σου είναι πολύ άμεσες, σχεδόν οικείες, για όσους από εμάς έχουμε βιώσει το χαμό δικού μας ανθρώπου. Είναι γεγονός ότι έχουμε επικαλεστεί, κατασκευάσει, ή μας έχουν συναντήσει οιωνοί, σημάδια. Τι πιστεύεις αλήθεια για το μετά από εδώ; Ίσως ίσως και για το ταυτόχρονα με εδώ;
Μακάρι να είχα κάποιο μεταφυσικό αποκούμπι, και να πίστευα στην ύπαρξη ενός επέκεινα όπου θα ανταμώσουμε τις χαμένες μας αγάπες. Δυστυχώς, πέρα από τη μνήμη, και τη χαρά της ζωής, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη παρηγοριά στην ανθρώπινη κατάσταση.
Σε πάρα πολλά σημεία το χιούμορ αποφορτίζει ίσως να εντείνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο την δραματικότητα της στιγμής. Εσύ ο ίδιος το χρησιμοποιείς καθημερινά παρατηρώντας κανείς τις αναρτήσεις σου. Θες να μας πεις δυο λόγια για την σχέση σου με αυτό ως μέσο έκφρασης;
Για μένα ο αυτοσαρκασμός υπήρξε σωτήριος, γι’ αυτό και τον μεταχειρίζομαι τόσο σπάταλα και στα βιβλία μου – ως βαλβίδα αποφόρτισης του ζόφου των ηρώων.
«Γι αυτό και θέλουν προσοχή τα αγάλματα των μισητών προγόνων – πώς να τα γκρεμίσεις ασφαλώς όταν στέκεσαι ακόμη μέσα στη σκιά τους;» Εσύ κατά πόσο νιώθεις ότι κινείσαι στη σκιά του δικού σου παρελθόντος; Είτε των προγόνων είτε των προσωπικών επιλογών;
Νομίζω πως όλοι θέλουμε να ξεφύγουμε απ’ τη σκιά του παρελθόντος μας, και συχνά τα καταφέρνουμε – δεν πιστεύω σε μια ζωή ανελεύθερη εξαιτίας των όσων μας οδήγησαν εδώ – αλλά κάθε τόσο συνειδητοποιούμε ότι η παρουσία τους, έστω και μέσω της απουσίας των ίδιων των προσώπων που μας καθόρισαν, είναι αναπόδραστη.
«Για μένα, είναι τρελοί που άγιασαν (οι πενθούντες)» Πόσο κρατά ο πόνος, γιατρεύει ο χρόνος την πληγή ή φτάνει στην τρέλα; Ποια είναι η γνώμη σου γι αυτό;
Νομίζω ότι για πολλούς η παραφροσύνη είναι ένα ύστατο καταφύγιο, όταν πια ο πόνος δεν χωρά στα ασφυκτικά όρια του μυαλού και της πραγματικότητας.
Και για να έρθουμε στο τώρα μέσα από το πριν…Η Χαρά στο πορτοφόλι της κουβαλά πάντα δύο τετράδες φωτογραφιών. Εσύ, στο δικό σου κουβαλάς κάποιες καθημερινά; Θα θελες να μας πεις;
Κουβαλάω πάντα μία του καλού μου, κι έχω και πολλές ακόμα να με περιβάλλουν μες στο σπίτι.
Κλείνοντας την κουβέντα μας, στο βιβλίο σου αναφέρεσαι σε στίχους αγαπημένων ποιητών, ως δώρο ενδιάμεσο στη δράση. Θα θελες να μας χαρίσεις για αποχαιρετισμό έναν ακόμη στίχο επιλογής σου;
Νομίζω πως θα σταθώ στο ποίημα της Έμιλι Ντίκινσον που χρησιμοποίησα ως προμετωπίδα του βιβλίου: […] Absence is all we know of Heaven / And all we need of Hell.
Σε ευχαριστούμε από καρδιάς για το μοίρασμα.
Εγώ ευχαριστώ για τη συγκίνηση.